ιπποστασία

ιπποστασία
ἱπποστασία, ἡ (Μ)
ιπποστάσιο*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόστασις*. Τα συνθ. σε -στασία, αρχικά, παρήχθησαν από -στάτος, στη συνέχεια όμως συνδέθηκαν με το -στάσις (πρβλ. βελο-στασία, βου-στασία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἱπποστασίᾳ — ἱπποστασίᾱͅ , ἱπποστασία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστάσια — ἱπποστάσιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστασίας — ἱπποστασίᾱς , ἱπποστασία fem acc pl ἱπποστασίᾱς , ἱπποστασία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστασίαν — ἱπποστασίᾱν , ἱπποστασία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποστασιῶν — ἱπποστασία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • Έπονα — Θεά των Κελτών. Το όνομά της προέρχεται από την κελτική λέξη έπος που σημαίνει άλογο. Η γαλατορωμαϊκή εικονογραφία την αναπαριστά ντυμένη με μακρύ χιτώνα πάνω σε ένα άλογο που βαδίζει (ποτέ δεν τρέχει ούτε καλπάζει). Κατά τους αυτοκρατορικούς… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՊԱՍՏԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0315 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. ԱՍՊԱՍՏԱՆ ԱՍՊԱՍՏԱՆԻ ἰπποστασία, σιον equile, stabulum vel statio equorum Կայան կամ ախոռ ձիոց. (թերեւս նաեւ կոյտ կամ երամակ ձիոց). *Մինչեւ ցանկիւն դրան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՍՊԱՍՏԱՆԻ — (նւոյ.) NBH 1 0315 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. ԱՍՊԱՍՏԱՆ ԱՍՊԱՍՏԱՆԻ ἰπποστασία, σιον equile, stabulum vel statio equorum Կայան կամ ախոռ ձիոց. (թերեւս նաեւ կոյտ կամ երամակ ձիոց). *Մինչեւ ցանկիւն դրան… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԿՈՅՏ — (կուտի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 13c գ. պ. քիուտ. սանս. քութա. դաղմ. քուչա. θημωνία congeries, cumulus, acervus, moles. Հաւաքումն որ եւ է իրաց. մեծ քանակ կամ թիւ. դէզ. բարդ. շեղջ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”